- Πέλειαι
- Πελείηςmasc nom/voc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πελεῖαι — πελάω pres ind mp 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλειαι — πέλεια dove fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Додона — Координаты: 39°32′47″ с. ш. 20°47′16″ в. д. / 39.546389° с. ш. 20.787778° в. д. … Википедия
Додонский оракул — Координаты: 39°32′47″ с. ш. 20°47′16″ в. д. / 39.546389° с. ш. 20.787778° в. д. … Википедия
Moïro — Pour les articles homonymes, voir Moero et Myro. Moïro, Myro Naissance IIIe siècle av. J.‑C. Byzance, Grèce Langue d écriture grec ancien … Wikipédia en Français
PLANCTAE — insulae maris Euxini, apud os, quae et Cyaneae. Herodot. l. 4. Ε῎πλεε ἐπὶ τὰς Κυανἐας καλευμένας, τὰς πρότεροι Πλαγκτὰς Ε῞λληνές φαςιν εἶναι. Scylax Caryand. Αὗται δὲ αἱ Κυανέαι, ἅς λέγουςιν οἱ Ποιηταὶ Πλαγκτὰς πάλαι εἶναι, καὶ διὰ τούτων πρώτην… … Hofmann J. Lexicon universale
πέλεια — και πελίη, ἡ, Α 1. το αγριοπερίστερο 2. στον πληθ. αἱ πέλειαι οι προφήτιδες ιέρειες τής Δωδώνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πέλεια έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. *πελύς (πρβλ. λίγεια: λιγύς) και ανάγεται στην ίδια ρίζα *pel / *pol «γκρίζος, φαιός» με… … Dictionary of Greek
τρήρων — ωνος, ὁ, ἡ, Α 1. ως επίθ. (για άγρια περιστέρια) δειλός, φοβιτσιάρης («πέλειαι τρήρωνες», Ομ. Οδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. α) το θηλυκό περιστέρι β) μτφ. χαρακτηρισμός γυναίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Το ουσ. τρήρ ων έχει σχηματιστεί με επίθημα ων, ωνος (πρβλ … Dictionary of Greek
Αττική — I Ιστορική, διοικητική και γεωγραφική περιοχή (3.808 τ. χλμ., 3.761.810 κάτ.), το νοτιοανατολικό άκρο της Στερεάς Ελλάδας, από την οποία τη χωρίζουν ο Κιθαιρώνας (1.409 μ.) και η Πάρνηθα (1.413 μ.). Από τη γραμμή αυτή των δύο βουνών (μήκους 40… … Dictionary of Greek
pel-6 — pel 6 English meaning: grey; pale Deutsche Übersetzung: in Ausdrũcken for unscharfe Farben as “grau, fahl”, also ‘scheckig” Material: O.Ind. palitá , fem. páliknī (from * tnī) “altersgrau, greis” (: πελιτνός), paruṣá “fleckig” … Proto-Indo-European etymological dictionary